Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

«ΘΕῼ ΔΟΥΛΕΥΕΙΝ ΚΑΙ ΜΑΜΩΝᾼ»
(Ἡ μέριμνα τοῦ ἐπίγειου πλουτισμού)

Δύσκολο εἶναι τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Δύσκολο, ὄχι γιά νά καταλάβωμε τί λέει, ἀλλά γιά νά παραδεχτοῦμε αὐτό πού λέει. Γιατί καί τότε καί τώρα μέ τόν ἴδιο τρόπο οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦνε τό Εὐαγγέλιο. Ὅπως τότε, ἔτσι καί τώρα οἱ ἄνθρωποι λένε, «σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος·  τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;»· βαριά εἶναι αὐτά τά λόγια· ποιός μπορεῖ νά ἀκούη σήμερα τό Χριστό νά λέη· «μή μεριμνᾶτε...»;  ποιός μπορεῖ νά ἀκούη παραδείγματα, σάν ἐκεῖνα γιά τά «πετεινά τοῦ οὐρανοῦ»    καὶ γιά τά «κρίνα τόν ἀγροῦ»;   Μακάρι νά ἦσαν στή ζωή τά πράγματα τόσο εὔκολα καί ἁπλά. Κι ἄν ἦταν δυνατό νά εἶχαν ἐφαρμογή σέ  κείνη τήν ἐποχή τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά σήμερα εἶναι ἀνεφάρμοστα.
*
Ἄλλοι καιροί τώρα, ἄλλες συνθῆκες ζωῆς... Αὐτά ἀκοῦμε νά λέγωνται ἀπό πολλούς. Εἶναι πραγματικά δύσκολο τὸ σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα καί δέν ξέρει κανείς μέ ποιόν τρόπο νά ἐξηγήση τό ἱερό κείμενο καί νά κηρύξη τήν ἀμετάθετη ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου.
Μᾶς βοηθοῦν τά πράγματα, γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβωμε καί νά δεχτοῦμε τά εὐαγγελικά λόγια. Ἄς ἀρχίσουμε λοιπόν ἀπό ἐδῶ· ἄς προσπαθήσουμε νά περιγράψουμε μιά ὄψη  τῆς σημερινῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική, αὐτή πού τήν αἰσθανόμαστε πιό πολύ. Εἶναι ἡ βιασύνη, πού ἔχει πιάσει τούς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ μας· μιά βιασύνη γεμάτη ἀγωνία καί μιά δραστηριότητα χωρίς ἀνάπαυση. Ἕνας ἀγώνας δρόμου χωρίς σταματημό κατάντησε ἡ ζωή μας. Στή στεριά καί στή θάλασσα καί στόν ἀέρα κινιοῦνται καί τρέχουν οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι νά θαυμάζουμε μπροστά στήν ἀέναη αὐτή κίνηση καί τήν ἐξαντλητική ἐργατικότητα τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί νά ρωτᾶμε μέ ἀπορία· γιατί λοιπόν τρέχουν, γιατί ἀσθμαίνουν, γιατί ἀγωνιοῦν οἱ ἄνθρωποι; Ἄν θέλαμε αὐτό πού συμβαίνει νά τό χαρακτηρίσουμε μέ μιά εὐαγγελική λέξη, θά λέγαμε λοιπόν «μέριμνα». Κι ἄν θέλαμε σέ μιά φράση  τῆς θείας Γραφῆς νά δώσουμε τήν εἰκόνα καί νά ἐκφράσουμε αὐτό πού συμβαίνει στή ζωή τῶν ἀνθρώπων σήμερα, θά λέγαμε τά λόγια τοῦ ψαλμοῦ· «ἐγείρεσθε μετά τό καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντες ἄρτον ὀδύνης», σηκώνεστε μόλις πᾶτε νά καθῆστε, καί τρῶτε πικρό το ψωμί σας.
Κι αὐτό πραγματικά εἶναι τό παράδοξο. Μέ ὅλα τα μέσα  τῆς ἐποχῆς μας, μέ ὅλη τήν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν καί τίς πολλές καί μεγάλες εὐκολίες  τῆς ζωῆς, τρῶμε «ἄρτον ὀδύνης». Εἶναι πικρό γιά μᾶς τό ψωμί, πού δέν προφταίνομε νά τό φᾶμε, πού τό τρῶμε στό πόδι. Μεριμνοῦμε, δηλαδή μοιράζομε καί σκορπίζομε τόν ἑαυτό μας, βυθιζόμαστε καί χανόμαστε μέσα στό πέλαγος  τῆς ζωῆς, χάνομε τήν πνευματική μας πορεία, στενεύομε τά ὅρια τοῦ προορισμοῦ μας, γινόμαστε δοῦλοι  τῆς ὑλικῆς ἀνάγκης, δίνομε τήν ψυχή μας σέ πράγματα πού δέν ἀξίζουν, ἀνταλλάζομε τήν αἰώνια ζωή μέ τόν ὀλιγοχρόνιο βίο μας ἀπάνω στή γῆ. Ἡ σκέψη μας κι ὁ λογισμός μας εἶναι στό πῶς θά ἐξασφαλίσουμε ἐδῶ στή γῆ τό αὔριο καί χάνομε τό σήμερα. Στήν πραγματικότητα αὐτό τό αὔριο δέν ἔρχεται ποτέ, γιατί κάθε μέρα πού ξημερώνει τό στέλνει στήν ἄλλη ἡμέρα. Ἔτσι καί τό σήμερα τό χάνομε καί τό αὔριο δέν τό ἔχομε δικό μας.
Δουλεύομε σέ δυό κυρίους. Μέ τό στόμα λέμε πώς εἴμαστε χριστιανοί καί μέ τήν ψυχή μας δουλεύομε στόν κόσμο. Εἴμαστε προσκολλημένοι στά καθημερινά πράγματα· τί θά φᾶμε, τί θά ντυθοῦμε, πῶς θά κερδίσουμε καί θά ἀποκτήσουμε. Κι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν πώς εἶναι τάχα πνευματικοί ἄνθρωποι κι αὐτοί κινιοῦνται μέσα σ’ ἕναν κύκλο πρακτικοῦ ὑλισμοῦ· ξοδεύονται σέ δραστηριότητες καί σέ ἐπίδειξη ἐξωτερικῆς ἐργατικότητας· τούς ἀρέσει ὁ σύγχρονος τίτλος τοῦ δυναμικοῦ ἀνθρώπου, καί πείθουν τόν ἑαυτό τους πώς μέ τήν ἐργασία τους θά σώσουν τόν κόσμο. Ὅλα αὐτά εἶναι μιά πλάνη καί παρουσιάζουν ἕναν κόσμο, πού μιλάει γιά πίστη κι ἔπαψε νά πιστεύη, πού λογαριάζει μόνο στή μεγάλη δῆθεν ἀξία  τῆς ἐργασίας του καί δέν δίνει τόπο στή θεία πρόνοια.
*
Ἀλλ’ αὐτό ἀκριβῶς θέλει νά προλάβη ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν λέει «μή μεριμνᾶτε...». Δέν θέλει νά νεκρώσουμε καί νά ἀχρηστέψουμε τίς δημιουργικές μας δυνάμεις· δέν κηρύττει στούς ἀνθρώπους τήν ὀκνηρία καί τήν ἀπραξία· δέν ὑπόσχεται νά ρίξη ἀπό τόν οὐρανό τό ψωμί καί τό ροῦχο, πού φυσικά μᾶς χρειάζονται. Γιατί κυρίως ἐδῶ στή γῆ, γιά νά συντηρηθοῦμε ὑλικά καί νά ζήσουμε, αὐτά μαζί μέ μιά στέγη μᾶς χρειάζονται· αὐτά τά τρία, πού ἀποτελοῦν αὐτό πού τό λέμε κοινωνικό πρόβλημα. Ἀλλά νά εἶναι τάχα μόνο αὐτές οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, τό ψωμί, τό ροῦχο καί τό σπίτι, στίς ὁποῖες δίνομε τόν ἑαυτό μας καί γιά τίς ὁποῖες μεριμνοῦμε «τῇ ψυχῇ ἡμῶν», βάζομε δηλαδή ὅλη μας τήν ψυχή;
Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἰησοῦς Χριστός «μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν». Μήν ἀφιερώνετε δηλαδή ὅλη σας τή φροντίδα, μή δίνετε ὁλόκληρο τόν ἑαυτό σας, μή γινόσαστε δοῦλοι στήν τροφή καί στό ἔνδυμα. Οὔτε νηστικοί καί γυμνοί μπορεῖτε νά μείνετε, μά ὑπάρχουν κι ἄλλες ἀνάγκες σας, γιά τίς ὁποῖες πρέπει νά φροντίστε. Ἐκτός ἀπό τό σῶμα εἶναι καί ἡ ψυχή, κι ἔχει κι αὐτή ἀνάγκες. Ποιός θά μεριμνήση καί ποιός θά φροντίση γι’ αὐτήν, ὅταν ὅλη σας ἡ μέριμνα κι ἡ φροντίδα εἶναι μόνο γιά τό σῶμα; Ἤ μήπως στά τελευταῖα δέν ἀξίζει πιότερο ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα; Ἀλλά καί μ’ ὅλη τή φροντίδα σας γιά τό σῶμα τί μπορεῖτε τάχα νά κάμετε; Λίγο ὕψος νά τοῦ δώσετε δέν τό καταφέρνετε, ὅσο κι ἄν προσπαθάτε, ὅσο κι ἄν ἀγωνιζόσαστε... Αὐτά ὅλα εἶναι τὸ «μή μεριμνᾶτε», ὄχι γιά νά διδαχθοῦμε τήν ἀπραξία καὶ τήν ἀναμελιά, ἀλλά γιά νά πιστεύωμε στή θεία πρόνοια. Μέσα σ’ αὐτή τήν πίστη βρίσκει δικαίωση κάθε κόπος καί κάθε προκοπή τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεός θέλησε τόν ἄνθρωπο ἀπάνω στή γῆ μικρό δημιουργό, παντεχνίτη, καλλιτέχνη, κατασκευαστή καί οἰκοδόμο. Οὔτε ὀκνηρό οὔτε ἀργό οὔτε ἀπρονόητο θέλει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ἀλλά νά ἐργάζεται καί νά εἶναι ἐπιμελής καί προνοητικός, χωρίς ὅμως νά ξεχνάη ὅτι «ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες», ἄν ὁ Θεός δέν χτίση τό σπίτι ἄδικα κοπιάζουν ἐκεῖνοι πού τό χτίζουν. Ἄν αὐτό τό λησμονήσουμε καί ἑξαρτήσουμε τό πᾶν ἀπό τή δική μας δύναμη καί ἐργασία, τότε θά ξεχάσουμε πώς ἔχομε ψυχή καί κάποιες ἀνάγκες μέσα μας καί τότε, ὅσο ὑλιστικώτεροι θά γινώμαστε, τόσο περισσότερο θά μεγαλώνη ἡ μέριμνά μας γιά τήν τροφή καί γιά τό ἔνδυμα. Ἔτσι αὐτό πού λέγεται ἐλευθερία ποτέ δέν θά τό καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὑποδουλωμένοι στίς καθημερινές ἀνάγκες τοῦ σώματος. Γιατί δέν ὑπηρετοῦν ἁπλῶς τό σῶμα καί δέν τό θεραπεύουν, καθώς εἶναι χρέος, ἀλλά δουλεύουν σ’ αὐτό μέ τήν ψυχή τους. Ὁ κύριος δουλεύει στόν ὑπηρέτη! Γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια· ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καί τά δυό μαζί, ἡ ψυχή καί τό σῶμα. Ὅμως μέ τό νά μεριμνοῦμε μόνο γιά τό σῶμα, χωρίζομε τόν ἑαυτό μας στά δύο καί κάνομε τήν ψυχή μας ὑπηρέτη στό σῶμα. Ὅσο γιά τήν ἐλευθερία πού εἴπαμε πιό πάνω, πρέπει νά ξέρωμε πώς τήν ἐλευθερία τήν καταλαβαίνουν καί τή ζοῦν μόνο ἐκεῖνοι, πού στέκουν παραπάνω ἀπό τήν ἱκανοποίηση τῶν σωματικών ἀναγκῶν, ἐκεῖνοι πού πιστεύουν καί ξέρουν ὅτι «ἡ ψυχή πλεῖόν ἐστι  τῆς τροφῆς καί τό σῶμα τοῦ ἐνδύματος». Ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν τό συζητάει ἄν ὑπάρχει ἡ ψυχή, κι αὐτό εἶναι σέ μᾶς ἀρκετό. Ἡ ψυχή εἶναι τό ἀποτέλεσμα μέσα στόν ἄνθρωπο ἀπό τό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή ὑπάρχει, καθώς ὑπάρχει καί τό σῶμα, κι εἶναι καί τά δυό μαζί ὁ ἄνθρωπος. Τό καθένα μέ τή θέση του καί τήν ἀξία του· ἡ ψυχή ἀπό τόν οὐρανό, τό σῶμα ἀπό τή γῆ. Στήν κατασκευή τους, πρῶτα το σῶμα κι ὕστερα ἡ ψυχή· στήν ἀξία τους, πρῶτα ἡ ψυχή κι ὕστερά το σῶμα.

Στή ζωή τῶν χριστιανῶν σήμερα παρατηρεῖται αὐτή ἡ ἀντινομία, ὅτι στή θεωρία εἴμαστε πιστοί καί στήν πράξη εἴμαστε ὑλιστές. Στήν προσευχή μας λέμε πώς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί στή ζωή μας δείχνομε πώς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ μαμωνᾶ. Στήν πραγματικότητα εἴμαστε δοῦλοι τοῦ μαμωνᾶ, γιατί σέ δυό κυρίους δέν μπορεῖ κανένας νά δουλεύη. Ἡ λεγόμενη θρησκευτικότητά μας κι ὅτι συμμετέχομε στήν κοινή θεία λατρεία καί μάλιστα στίς μεγάλες ἑορτές, αὐτό δέν πείθει γιά τήν ἀληθινή πίστη μας. Καμμιά φορὰ μάλιστα αὐτό συμφέρει καί ἐξυπερετεῖ τό μαμωνισμό μας. Ἡ περίπτωσή μας εἶναι τραγική· λεγόμαστε χριστιανοί, ἀλλὰ ἡ ἰδιοτέλεια, τό ταπεινό συμφέρον, ἡ κερδοσκοπία, ἡ φιλαργυρία, ἡ τοκογλυφία κι ὅλες οἱ ὅμοιες κακίες, μαζί μέ τήν ἀνύσταχτη μέριμνα, δέν λείπουν ἀπό τή ζωή μας. Ὅλη μας ἡ φροντίδα κι ἡ ψυχή μας εἶναι γιά τό σῶμα. Λέμε πώς πιστεύομε στό Θεό καί στήν πατρική του πρόνοια καί δουλεύομε στό μαμωνᾶ. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός τό εἶπε καί δέν εἶναι ψέμα, ὅτι «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ». Ἀμήν.